- μονοκαύσιμο
- τοαστροναυτ. καύσιμο τού οποίου τα δύο συστατικά, δηλ. κυρίως καύσιμο υλικό και οξειδωτής που προκαλεί την καύση, είναι αναμεμιγμένα σε μία και μόνη στερεά μάζα ή, αν είναι υγρά, μέσα στο ίδιο δοχείο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό λ., πρβλ. γαλλ. monergol (< μον[ο]-*)].
Dictionary of Greek. 2013.