μονοκαύσιμο

μονοκαύσιμο
το
αστροναυτ. καύσιμο τού οποίου τα δύο συστατικά, δηλ. κυρίως καύσιμο υλικό και οξειδωτής που προκαλεί την καύση, είναι αναμεμιγμένα σε μία και μόνη στερεά μάζα ή, αν είναι υγρά, μέσα στο ίδιο δοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό λ., πρβλ. γαλλ. monergol (< μον[ο]-*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μονωστικό — το αστροναυτ. άλλη ονομασία για το μονοκαύσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. monergol (πρβλ. και μονοκαύσιμο)] …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”